γυλλός

γυλλός
γυλλός, ο (Α)
πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές τής Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν τού Απόλλωνος. Η ετυμολ. τής λέξεως είναι άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōlēl «κυλιόμενη πέτρα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γυλλός — block of stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυλλοί — γυλλός block of stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύαλος — ο (Α) κύβος, τετράγωνη πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Κατ άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή τού τ. γυλλός*, η οποία προήλθε από σύγχυση τού α και τού λ ] …   Dictionary of Greek

  • gēu-, gǝu-, gū- (*sgēu-) —     gēu , gǝu , gū (*sgēu )     English meaning: to bend, curl; a kind of vessel     Deutsche Übersetzung: “biegen, krũmmen, wolben”     Note: Root gēu , gǝu , gū : to bend, curl; a kind of vessel probably derived from Root (s)keu 2, (s)keu̯ǝ :… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”