- γυλλός
- γυλλός, ο (Α)πλάκα, συνήθως μαρμάρινη, για επένδυση τοίχων ή επίστρωση δαπέδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γυλλός απαντά σε επιγραφές τής Μιλήτου και δηλώνει τις ιερές πέτρες που μεταφέρθηκαν σε μια πομπή προς τιμήν τού Απόλλωνος. Η ετυμολ. τής λέξεως είναι άγνωστη, αν και έχει υποτεθεί ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōlēl «κυλιόμενη πέτρα»)].
Dictionary of Greek. 2013.